παρῳδοῦ

παρῳδοῦ
παρῳδέω
write by way of parody
pres imperat mp 2nd sg (attic)
παρῳδέω
write by way of parody
imperf ind mp 2nd sg (attic)
παρῳδός
burlesque
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”